μνάστειρα

μνάστειρα
μνάστειρα v. μναστήρ b.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μνήστειρα — και δωρ. τ. μνάστειρα, ἡ (Α) 1. γυναίκα την οποία ζητά κάποιος σε γάμο, αρραβωνιαστικιά, μνηστή 2. ως επίθ. αυτή που διατηρεί την ανάμνηση γεγονότος ή πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού μνηστήρ < θ. μνησ (πρβλ. ἔ μνησ α, αόρ. τού μνῶμαι*) + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • μναστήρ — μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α) (δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”